θολίτης

θολίτης
ο
(ενν. λίθος) καθένας από τους σφηνοειδείς λίθους που απαρτίζουν έναν θόλο ή μια αψίδα, αλλ. αψιδόλιθος και θολόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 σε έγγραφα τής Εταιρείας Σιδηροδρόμων στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θολόλιθος — ο ο θολίτης …   Dictionary of Greek

  • θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”